- συνεμπλέκω
- συνεμ-πλέκω,A implicate also,
αἰτίαις σ. τινά J.BJ7.11.2
; τῷ ἐγκλήματί τινα Plu.2.71f:—[voice] Pass., συνεμπέπλεκται τῷ ἀναγνωσθέντι ὑπομνήματι is also involved in . . , Mitteis Chr.89.32 (ii A.D.) .
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.